- κηκιδοφόρος
- κηκῑδοφόρος, ον,A bearing gall-nuts, Agathocl. ap. Eust.994.43.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κηκιδοφόρος — κηκιδοφόρος, ον (Α) (για βαλανιδιές) αυτός που έχει κηκίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηκίς, ῖδος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
κηκιδοφόρος — bearing gall nuts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελανιδιά — Γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα) με περίπου 200 είδη μεγάλης σημασίας για τη δασική οικονομία των χωρών του βορείου ημισφαιρίου. Η β., που επιστημονικά ονομάζεται δρυς, είναι γνωστή σε πολλά είδη και ποικιλίες. Κάθε είδος… … Dictionary of Greek